τέσσερεις

τέσσερεις
quatre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • τετράστιχος — η, ο / τετράστιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές νεοελλ. βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο ποίημα που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράπλευρος — η, ο / τετράπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν) πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές νεοελλ. φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακάμαρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κάμαρος (< καμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • τετραστιχία — ἡ, Α [τετράστιχος] 1. τέσσερεις στίχοι, τέσσερεις σειρές 2. ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους, τετράστιχο …   Dictionary of Greek

  • τετραφωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερεις φωνές ή αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές 2. φρ. «τετραφωνικός ήχος» (ακουστ.) ήχος, κυρίως μουσικός, που εγγράφεται και αναπαράγεται από τέσσερεις οδούς και ο οποίος αποτελεί μορφή στερεοφωνικού ήχου.… …   Dictionary of Greek

  • απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… …   Dictionary of Greek

  • κουαρτέτο — το 1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή για τέσσερεις φωνές 2. το σύνολο τών εκτελεστών τέτοιας σύνθεσης 3. ομάδα τεσσάρων ανθρώπων που συμπράττουν σε ένα έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quartette ή quartetto < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”